καρυκεύομαι

καρυκεύομαι
καρυκεύομαι, καρυκεύτηκα και καρυκεύθηκα, καρυκευμένος βλ. πίν. 20

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”